Τόκιο και Κιότο (μέρος Ι)

Τόκιο και Κιότο (μέρος Ι)
Photo by Junsheng Chen / Unsplash

Η ώρα ήταν 8 παρά το πρωί. Γέρνοντας σε μια από τις εκατοντάδες κόκκινες κολώνες που στηρίζουν τις παραδοσιακές πύλες -τοριί - του περίφημου συντοϊστικού ναού Φουσίμι Ινάρι Τάισα, αναλογίστηκα τα βήματα που μας έφεραν εδώ, σχεδόν 6000 μίλια μακριά από το σπίτι.

Το 2024 έμελλε να είναι η χρονιά που θα επισκεπτόμασταν για πρώτη φορά την Ασία. Καθώς ο θαυμασμός μας για την Ιαπωνία με τη μοναδική κουλτούρα και πολιτισμό ήταν ανέκαθεν μεγάλη, και το νόμισμα τους, το γιεν, για την ώρα αρκετά φθηνό, αποφασίσαμε να εγκαινιάσουμε την εξερεύνηση της Ασιατικής ηπείρου στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. 

Η πρώτη εντύπωση; Νομίζω πολύ κοντά σε αυτό που ένιωσε η Αλίκη όταν έπεσε μέσα στο λαγούμι και βρέθηκε στη Χώρα των Θαυμάτων. Οι πρώτες 2 μέρες του ταξιδιού μας βρήκαν να σεργιανούμε στους δρόμους του Τόκιο, μη μπορώντας να διώξουμε τη σκέψη ότι βρισκόμαστε σε κάποια εκδοχή της Νέα Υόρκης της δεκαετίας του 80, αλλά παράλληλα νιώθοντας ότι κάτι πολύ αλλόκοτο έχει συμβεί σε αυτή τη μεγαλούπολη. Εκ πρώτης όψεως τα πάντα μοιάζουν εξαιρετικά ήσυχα, οργανωμένα και περιποιημένα. Για τον προσεκτικό όμως παρατηρητή, η πόλη είναι γεμάτη από στοιχεία που μαρτυρούν το μοναδικό χαρακτήρα της Ιαπωνικής κουλτούρας: αυτόματοι πωλητές καφέ και αναψυκτικών σε κάθε γωνία, χρωματιστές αφίσες και διαφημιστικά μέσα στα τρένα, τραγουδιστές ανακοινώσεις σε κάθε σταθμό, μια πληθώρα καρτουνίστικων σκίτσων, χρωμάτων και μελωδιών στα μαγαζιά και εμπορικά κέντρα.

Η ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης επαφής στην εξυπηρέτηση είναι πλέον παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά στην Ιαπωνία αισθάνεσαι πως το έχουν φτάσει σε νέα επίπεδα. Στο ξενοδοχείο μας υποδέχτηκαν με υπόκλιση δύο γυναικόμορφα ρομπότ και πίσω από το γκισέ της εισόδου, μας βοήθησαν να κάνουμε τσεκ ιν χωρίς τη παρουσία φυσικού ατόμου. Σε άλλα σημεία της πόλης είναι συνηθισμένο να παραγγέλνεις ζεστό φαγητό (όπως νουντλς και ράμεν) από τους αυτόματους πωλητές απλά πατώντας ένα κουμπί και πληρώνοντας το αντίτιμο. Ως άλλη Ντόροθυ αστειεύτηκα στον Φωκίωνα ότι «έχω την εντύπωση ότι δεν είμαστε πια στο Κάνσας». 

Το πρώτο βράδυ στο Τόκιο ήταν ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό καθώς το περάσαμε κάτω από το βαρύ ουρανό της Σιμπούγια. Σε αυτή τη πολυσύχναστη γειτονιά με τη διάσημη διασταύρωση, μπορεί κανείς να σκαρφαλώσει σε ένα από τα τελευταία πατώματα του ουρανοξύστη Sibuya Sky που προσφέρει μια πολύ καλύτερη γωνία λήψης. Δυστυχώς το εν λόγω απόγευμα ήταν πολύ βροχερό (κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο για την ανοιξιάτικη Ιαπωνία) και το υλικό που τραβήξαμε ήταν μόνο από τον εσωτερικό χώρο. Παράλληλα όμως απολαύσαμε το μοναδικό θέαμα της πόλης από ψηλά υπό το μυστηριώδες και απόκοσμο θαμπό πέπλο της ομίχλης. 

 

Κλείνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να αποτυπώσω σε λίγες γραμμές την αίσθηση του Τόκιο ένα τυχαίο βράδυ Σαββάτου 2 μήνες μετά το γυρισμό μας από αυτό το μοναδικό ταξίδι, βλέπω δεκάδες άτομα να περνάνε τη διάβαση της Σιμπούγια κρατώντας ομπρέλες, μυρίζω τη βρεγμένη γη και την ευωδία των ανθισμένων κερασιών και των λουλουδιών του Απρίλη και ακούω μουσικές και χαρωπές μελωδίες που μαρτυρούν ότι το τρένο μόλις έχει φτάσει στο σταθμό και είναι έτοιμο να μας πάει στον επόμενο προορισμό.