Τόκιο και Κιότο (μέρος ΙΙ)

Τόκιο και Κιότο (μέρος ΙΙ)
Photo by Sorasak / Unsplash

Το Shinkhasen έφτασε στο σταθμό του Κιότο σχεδόν όσο αθόρυβα αναχώρησε από την Ιαπωνική πρωτεύουσα. Το πρώτο μας ταξίδι με την ασιατική υπερταχεία -γνωστή και ως “bullet train”. Δεν ήξερα καθόλου τι να περιμένω από αυτό το μακρυμούρικο λευκό συμπαγές  τρένο. Κρίνοντας όμως από το πόσο είχε μονοπωλήσει τις συζητήσεις που κάναμε με φίλους πριν το ταξίδι μου είχε εξάψει τη περιέργεια.

«Κάθε βδομάδα το καθένα από αυτά τα τρένα καθαρίζεται μέσα και έξω. Μπαίνουν και υπάλληλοι με οδοντογλυφίδες και κάνουν όλες τις γωνίες που δε φτάνει βούρτσα», είπε ο άντρας μου.

Μπήκαμε προσεχτικά για πρώτη φορά διεξάγοντας πλήρη ποιοτικό έλεγχο της ιαπωνικής καθαριότητας για να διαπιστώσουμε πως όντως οι οδοντογλυφίδες κάναν δουλειά. Με απόλυτη ηρεμία -καθώς δεν επιτρέπονται δυνατές φωνές- θρονιαστήκαμε σε καθίσματα που μοιάζανε καλύτερα ακόμα και από πρώτης θέσης στην Ευρώπη. Γέλασα κρυφά στη σκέψη των γνωστών μου που πίστευαν ότι η Ασία θα ήταν «δύσκολο και επικίνδυνο» ταξίδι ενώ οι Ιάπωνες «απολίτιστοι». Ποιοι ήταν άραγε οι απολίτιστοι στη πραγματικότητα;

Το Κιότο έκανε την εμφάνιση του ως άλλη γκέισα πάνω στη σκηνή, μεγαλοπρεπές και καθηλωτικό. Στα γραφικά του σοκάκια στριμώχνονταν τα παραδοσιακά ξύλινα σπίτια με τις τεράστιες γκρίζες κεραμοσκεπές ενώ παράλληλα χωμένες εδώ και εκεί πολύχρωμες πινελιές από φανάρια, ρεστοράν και σκεπαστούς χώρους λατρείας. Προχωρώντας προς τις πιο τουριστικές περιοχές του Πόντοτσο και της Τζιόν, αφήσαμε το χείμαρρο από τουρίστες να μας παρασύρει στη πολύβουη σκεπαστή αγορά του Νισίκι. Με τα οπτικά μας νεύρα σε υπεδιέγερση από τους ποικίλους πάγκους με κάθε λογής διακοσμητικά και φαγώσιμα που δε συναντάς στη Δύση, νιώσαμε στο πετσί τη φράση «είδαμε πράγματα και θάματα».

Θαμπωμένη από τα φώτα και τα χρώματα και χαζεύοντας δύο ντόπιους που είχαν μαζευτεί πάνω από μια πιατέλα με ανοιγμένους αχινούς και στρείδια, μπήκα στο διπλανό μαγαζάκι με διακοσμητικά είδη. Προς απόγνωση του Φωκίωνα, πέρασα γύρω στη μισή ώρα διαλέγοντας λουλουδάτες βεντάλιες και ένα γαλάζιο σερβίτσιο με πιάτα και ποτηράκια για σάκε.

 Η ξύλινη σκάλα έτριξε καθώς ανεβαίναμε στο πάνω όροφο του παραδοσιακού ρεστοράν με νουντλς. Βγάζοντας τα παπούτσια για να πατήσουμε στο τατάμι, πήραμε τις θέσεις μας στους πάγκους κοντά στο παράθυρο. Στην Ιαπωνία λατρεύουν να σερβίρουν τα πάντα σε σετ: ένας δίσκος με μικρά πιατάκια , το κυρίως και τα συνοδευτικά. 

Κοίταξα ξανά τη λίστα μου. Να δω τις κόκκινες πύλες του ναού Φουσίμι Ινάρι, το δάσος με τα μπαμπού Αρασιγιάμα, τη Νάρα με το πάρκο των ελαφιών. Παρόλο όμως που αυτά τα πανέμορφα μέρη αποτελούν μοναδική εμπειρία, δε συγκρίνονται με τη γοητεία του να ανακαλύπτεις μόνος σου μια κρυφή γωνιά της πόλης. 

Πιασμένοι χέρι χέρι λοιπόν, κάτω από το βαθύ μπλε θόλο του σούρουπου, ανεβήκαμε τα πέτρινα σκαλοπάτια του ναού Γιασάκα-τζίντζα. Κουρνιασμένος μέσα στη πολύβουη συνοικία της Τζιόν, ένας χώρος λατρείας που εξέπεμπε γαλήνη και έναν κάποιο ρομαντισμό. Παρατήρησα τις πύλες, βαμμένες στο κόκκινο της φωτιάς, και τα αναμμένα φαναράκια που χόρευαν στο ρυθμό του ανέμου. Τα πνεύματα ήταν σίγουρα χαρούμενα σε αυτό το μέρος.

Το Κιότο κρύβει στα σωθικά του πάνω από 2000 ναούς και παλάτια. Οι γραφικές συνοικίες της Νινενζάκα και Σανενζάκα μοιάζουν σαν να βγήκαν από ταινία. Οι κήποι του, μια όαση ηρεμίας στη διψασμένη βουή της πόλης. Θα ήθελα ο δρόμος μου να με βγάλει πάλι εκεί, κατά μήκος του καναλιού, στον επονομαζόμενο δρόμο του Φιλοσόφου. Πλαισιωμένη από ανθισμένες κερασιές, εικόνες και μυρωδιές, ένιωσα ευγνώμων γι αυτή τη γωνιά της Γης. Το μόνο που μπόρεσα να της χαρίσω ήταν μια υπόσχεση. Ότι θα ξαναγυρίσω.